διαυλάκωση

διαυλάκωση
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού «διαυλακώνω», η διάνοιξη αυλακιών, αυλάκωμα
2. διαδρομή χώρου σε μικρό διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”